- πλευραῖς
- πλευράribfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FUNES — olim e viminibus, nondum cognito cannabis usu. Lycophron Cassandrâ, Σφραγὶς μένει Θόαντος εν πλευραῖς ἔτι, Λύγοιςι τετρανθεῖςα. Vibix manet Thoantis in tergis adhuc Lentis betulis sculpta. Calpurn. Ecl. 2. Quod si dura times etiam nunc verbera… … Hofmann J. Lexicon universale
επεντείνω — ἐπεντείνω (Α) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου («μὴ νῡν ἀνῶμεν, ἄλλ ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον», Αριστοφ.) 2. (για διάδοση) εξαπλώνομαι («φήσει τὸ πρᾱγμα βοᾱσθαι γὰρ ἐν τῆ πόλει καὶ λόγον ἐπεντείνειν», Θεόφρ.) 3. μέσ. τεντώνομαι… … Dictionary of Greek
συμπιέζω — ΝΜΑ 1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.) αρχ. 1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα» … Dictionary of Greek